εμφυσιώ

εμφυσιώ
ἐμφυσιῶ (-όω) (Α)
1. εμφυσώ, δίνω πνοή
3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο
3. εμπνέω αυτοπεποίθηση
4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω
5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι
εμφυτεύομαι, ριζώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεμφυσιώ — όω, Α προκαλώ εντύπωση, εμπνέω μια ιδέα επιπροσθέτως («προσεμπεφυσιωκότων ἔτι λόγῳ τινὶ ταῡτα βραβευθῆναι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφυσιῶ «εμφυσώ, εμφυτεύω, εμπνέω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”